- πολύπλαγκτοι
- πολύπλαγκτοςmuch-wanderingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύπλαγκτος — ον, Α 1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ. β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση 3 … Dictionary of Greek